- ξαναρρωσταίνω
- ξαναρρωστώ (α) αμετ. снова заболевать, иметь рецидив;από τότε δεν ξαναρρώστησα с тех пор я больше не болел
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμιμνήσκω — (Α ἀναμιμνήσκω) Ι. ενεργ. 1. θυμίζω, υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι, τόν κάνω να θυμηθεί 2. ανακαλώ στη μνήμη, μνημονεύω, αναφέρω 3. (το αρσ. τής μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀναμιμνήσκων άτομο με καθήκοντα υπενθυμίσεως ΙΙ. παθ. 1. θυμάμαι, φέρνω στο μυαλό μου 2 … Dictionary of Greek
ανανοσώ — ἀνανοσῶ ( έω) (Α) [νοσῶ] ξαναρρωσταίνω (Ιωσηπ. Ιουδ. Πολ. 5.6.1) … Dictionary of Greek
ξαναρρωστώ — και ξαναρρωσταίνω αρρωσταίνω πάλι, γίνομαι ξανά άρρωστος … Dictionary of Greek